- αλγεσίθυμος
- ἀλγεσίθυμος, -ον (Α)αυτός που θλίβει την καρδιά μας.[ΕΤΥΜΟΛ. < (ἀλγεσι- (< (ἄλγος) + θυμὸς* για τη σημασία τού επιθ. πρβλ. και τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλγεσίθυμον — ἀλγεσίθυμος grieving the heart masc/fem acc sg ἀλγεσίθυμος grieving the heart neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλγεσιθύμους — ἀλγεσίθυμος grieving the heart masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek